τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
-ές, Μαυτός που έχει λαμπερό πορφυρό χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσ-αυγής].