πορφυρόμαλλος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

-η, -ο / πορφυρόμαλλος, -ον, ΜΑ
(νεολλ.) αυτός που έχει πορφυρά μαλλιά, κοκκινομάλλης
φρ. «πορφυρόμαλλον δέρας»
ειρων. προβιά με πορφυρό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρός + μαλλός (πρβλ. δασύ-μαλλος)].