πορφυρόμαλλος
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Greek Monolingual
-η, -ο / πορφυρόμαλλος, -ον, ΜΑ
(νεολλ.) αυτός που έχει πορφυρά μαλλιά, κοκκινομάλλης
φρ. «πορφυρόμαλλον δέρας»
ειρων. προβιά με πορφυρό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρός + μαλλός (πρβλ. δασύ-μαλλος)].