πριαπίσκος
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
ὁ, Α
1. διαστολέας ή υπόθετο του πρωκτού
2. ιατρ. πώμα για τα ρουθούνια
3. περινεϊκός γόμφος
4. το φυτό σατύριον
5. άλλη ονομασία για το φυτό ερυθρόνιο
6. μικρό ανδρικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαπος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].