προανακινώ
Greek Monolingual
-έω, Α
1. διεγείρω προηγουμένως («ἤδη δὲ καὶ προανακινεῑσθαι τοῑς Νομαδικοῑς τοὺς πρὸς Ῥωμαίους ἀγώνας», Πλούτ.)
2. ερευνώ από πριν
3. κάνω εκ τών προτέρων κινήσεις χωρίς προειδοποίηση.
-έω, Α
1. διεγείρω προηγουμένως («ἤδη δὲ καὶ προανακινεῑσθαι τοῑς Νομαδικοῑς τοὺς πρὸς Ῥωμαίους ἀγώνας», Πλούτ.)
2. ερευνώ από πριν
3. κάνω εκ τών προτέρων κινήσεις χωρίς προειδοποίηση.