προσαιτώ
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ αἰτῶ
ζητώ με παρακλήσεις ελεημοσύνη από κάποιον, ζητιανεύω
αρχ.
1. ζητώ, απαιτώ κάτι επιπροσθέτως
2. έχω επί πλέον ανάγκη από κάτι για κάποιο σκοπό («εἰ μὴ πλείονας ἀνθρώπους ἢ ὅσους αὐτὰ τὰ ἔργα προσαιτοίη κατ' ἐνιαυτὸν ἐμβάλοιμεν», Ξεν.)
3. ζητώ μικρή ποσότητα από κάτι
4. ζητώ κάτι με επιμονή, γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός («κακεῑνος μὲν ἧν χωλός, προσαιτῶν, στωμύλος», Αριστοφ.).