προσάδω
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Α
1. τραγουδώ προς κάποιον
2. συνοδεύω το άσμα, το τραγούδι κάποιου, τραγουδώ μαζί
3. μτφ. συμφωνώ με κάποιον
4. φρ. «προσᾴδω τραγῳδίᾳ» και «προσᾴδω τῇ κιθάρᾳ» — τραγουδώ με τη συνοδεία μουσικής τα άσματα τραγωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ᾄδω «τραγουδώ»].