προσάδω

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517

Greek Monolingual

Α
1. τραγουδώ προς κάποιον
2. συνοδεύω το άσμα, το τραγούδι κάποιου, τραγουδώ μαζί
3. μτφ. συμφωνώ με κάποιον
4. φρ. «προσᾴδω τραγῳδίᾳ» και «προσᾴδω τῇ κιθάρᾳ» — τραγουδώ με τη συνοδεία μουσικής τα άσματα τραγωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ᾄδω «τραγουδώ»].