προσβοηθώ
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Greek Monolingual
-έω, ιων. τ. προσβωθέω Α
τρέχω για βοήθεια κάποιου («Κερκυραῑοι μετ' αὐτῶν πεντήκοντα ναυσὶ προσβεβοηθηκότες», Θουκ.).