προσεγγίζω

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεγγίζω Medium diacritics: προσεγγίζω Low diacritics: προσεγγίζω Capitals: ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΩ
Transliteration A: prosengízō Transliteration B: prosengizō Transliteration C: proseggizo Beta Code: proseggi/zw

English (LSJ)

   A bring near, Luc.Am.53.    II intr., approach, AP 7.422 (Leon.), Philum.Ven.12.1; τοῖς τόποις D.S.3.16; τοῖς τῆς ἀκμῆς ἰδιώμασι Herod.Med. ap. Orib.5.30.9; τινος Sch.E.Hec.585: abs., Plb.38.7.4, Ezek.Exag.96:—Med., Sch.E.Hec.439; πρός c.acc., Cat.Cod.Astr.1.157.

German (Pape)

[Seite 756] annähern, χείλη χείλεσι, Luc. amor. 53; intrans., sich nähern, τινί, Pol. 39, 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσεγγίζω: φέρω πλησίον, Λουκ. Ἔρωτες 53. ΙΙ. ἀμεταβ., πλησιάζω, τινὶ Ἀνθ. Π. 7. 422, Διόδ. 3. 16· τινὸς Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 588· ἀπολ., Πολύβ. 39. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

1 tr. approcher;
2 intr. s’approcher de.
Étymologie: πρός, ἐγγίζω.

English (Strong)

from πρός and ἐγγίζω; to approach near: come nigh.

English (Thayer)

1st aorist infinitive προσεγγίσαι; to approach unto (πρός, IV:1): with the dative of a person (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 14), T Tr marginal reading WH προσενέγκαι). (The Sept.; Polybius, Diodorus, Lucian).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, προσεγγιάζω Α
1. φέρνω κοντά, κάνω κάτι να πλησιάσει προς κάτι άλλο (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο άκρα του ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.)
2. (αμτβ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω, ζυγώνω (α. «αύριο το διαστημόπλοιο θα προσεγγίσει τον Άρη» β. «ὥστε μηδένα δύνασθαι τοῑς τόποις προσεγγίζειν», Διόδ.)
νεοελλ.
1. (για πλοίο) εισέρχομαι σε λιμάνι, σταθμεύω («το πλοίο θα προσεγγίσει στην Τήνο, στη Μύκονο και στη Δήλο»)
2. (για χρόνο) δεν απέχω πολύ, επίκειμαι, κοντεύω («προσεγγίζουν οι εξετάσεις»)
3. (σχετικά με θέμα, ζήτημα, πρόβλημα) αντιμετωπίζω, εξετάζω, πραγματεύομαι («ο συγγραφέας προσεγγίζει την περίπτωση αυτή με ευρύ πνεύμα»)
αρχ.
έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον.