παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενος → flee all education, raising up the top sail
-έω, Α(το ενεργ. και το μέσ.) λοιδορώ, βρίζω επί πλέον.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + λοιδορῶ «βρίζω, κακολογώ»].