προφερής
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
ές, (προφέρω) poet. Adj.,
A carried before, placed before, excelling, c. gen., ἀλλάων προφερής τ' ἦν πρεσβυτάτη τε Hes.Sc.260: Hom. only Comp. (exc. Sup., ἅλματι . . πάντων προφερέστατος Od.8.128), more excellent, τῶν δ' ἄλλων ἐμέ φημι πολὺ προφερέστερον εἶναι Od.8.221: c. dat. rei, βίῃ προφερέστερος 21.134: c. inf., [ἡμίονοι] βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι Il.10.352: Sup., προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων Hes.Th.79,361 (where it is commonly interpreted eldest); ἀνὴρ προφερέστατος ἀνδρῶν IG14.935, cf. Theoc.17.4; ἡνιόχων π. IG14.1628, cf. Epigr.Gr.435 (Trachonitis); also Comp. and Sup., προφέρτερος, προφέρτατος in the sense of older, eldest, S.Fr.447, OC 1531. II looking older than one is, well-grown, Pl.Euthd.271b, cf. Aeschin.1.49; of plants and young persons, forced, premature, precocious, τὰ π. Aristox. ap. Stob.4.37.4, cf. Iamb.VP31.209.
German (Pape)
[Seite 796] ές, eigentl. hervorgetragen, vorgerückt, daher vorgezogen, vortrefflich; Hom. nur im comp. u. superl.: ἅλματι δ' Ἀμφίαλος πάντων προφερέστατος ἦεν, Od. 8, 128, vgl. 221; βίῃ, 21, 134; im Sprunge, an Kraft ausgezeichneter als Alle sein, Alle übertreffen; auch ἡμίονοι βοῶν προφερέστεροί εἰσιν ἑλκέμεναι ἄροτρον, Il. 10, 352; der superl. stand vor Wolf Od. 8, 129, wo dieser πολὺ φέρτατος geschrieben hat; der superl. bes. = der vorgerückteste im Alter, der älteste, Hes. Th. 79. 361. 777; ἀλλάων προφερής, vorzüglich vor Allen, Sc. 260. – Bei Plat. Euthyd. 271 b wird so ein Mann genannt, der alter aussieht als er ist, vgl. Aesch. 1, 49, ἔνιοι γὰρ νέοι ὄντες προφερεῖς καὶ πρεσβύτεροι φαίνονται, u. Poll. 2, 10. Auch der vor der Zeit Beischlaf übt, Aristoxen. bei Stob. flor. 101, 4; Porphyr. Pythag.; Iambl. Pyth. §. 209; eben so φυτὰ προφερῆ, vor der Zeit tragende Bäume. – Der regelmäßige compar. προφερεστέρη Qu. Sm. 2, 421; προφέριστος Or. Sibyll. – Der unregelmäßige compar. u. superl. προφέρτερος, προφέρτατος, vom Alter, Soph. O. C. 1528.
Greek (Liddell-Scott)
προφερής: -ές, (προφέρω) ποιητ. ἐπιθ., προέχων, ὑπερέχων, ἔξοχος, μετὰ γεν., ἀλλάων προφερής τ᾿ ἦν πρεσβυτάτη τε Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 260· ― ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ συγκρ., ἐξοχώτερος, ὑπέρτερος, τῶν δ᾿ ἄλλων ἐμέ φημι πολὺ προφερέστερον εἶναι Ὀδ. Θ. 221· μετὰ δοτ. πράγμ., ἅλματι, βίῃ προφερέστερος Θ. 128., Φ. 134· ὡσαύτως μετ᾿ ἀπαρ. [ἡμίονοι] βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι Ἰλ. Κ. 352· ― ὁ Ἡσ. ὡσαύτως ἔχει τὸ ὑπερθ. προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων Θεογ. 79, 361 (ἔνθα συνήθως ἑρμηνεύεται πρεσβυτάτη)· καὶ ὡς διάφ. γραφ. (ἀντὶ πολὺ φέρτατος) Ὀδ. Θ. 128· παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ὡσαύτως ὑπερθ. ἀνὴρ προφερέστατος ἀνδρῶν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 591, πρβλ. 435, 612· ― εὑρίσκομεν δ᾿ ὡσαύτως συγκρ, καὶ ὑπερθετ., προφέρτερος, προφέρτατος ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ πρεσβύτερος, πρεσβύτατος, Σοφ. Ο. Κ. 1531, Ἀποσπ. 399· καὶ προφέριστος, Χρησμ. Σιβ. 3. 113. ΙΙ. ὁ νέος μὲν ὢν πρεσβύτερος δὲ φαινόμενος, Πλάτ. Εὐθύδ. 271Β, πρβλ. Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Στρατιώτισιν» 4, Αἰσχίν. 7. 35, ἴδε Πολυδ. Β΄, 10· ― ὡσαύτως ἐπὶ φυτῶν καὶ νέων ἀνθρώπων, προώρως ἀνεπτυγμένος, Ἀριστοξ. παρὰ Στοβ. 542. 48 κἑξ., Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 209.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui l’emporte sur, supérieur à : τινος à qqn ; τινι en qch ; avec un inf., pour faire qch ; particul. qui l’emporte par l’âge ; au posit. qui paraît plus âgé qu’il n’est, qui porte plus que son âge;
Cp. προφερέστερος ; Sp. προφερέστατος.
Étymologie: προφέρω.
English (Autenrieth)
ές, comp. προφερέστερος, sup. -έστατος: preferred, τινός, ‘above’ some one, superior in, τινί, Od. 21.134; w. inf., ‘better in drawing,’ Il. 10.352.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που τοποθετείται μπροστά από τους άλλους, που υπερέχει ως προς την ηλικία, την αξία, το κύρος («ἀλλάων προφερής τ' ἧν πρεσβυτάτη τε», Ησίοδ.)
2. αυτός που είναι νέος αλλά φαίνεται μεγαλύτερος («οὗτος δὲ προφερὴς καὶ καλὸς καὶ ἀγαθὸς τὴν ὄψιν», Αισχίν.)
3. (για φυτά και νέους ανθρώπους) εκείνος που έχει πρόωρη ανάπτυξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -φερής (< φέρω), πρβλ. κατα-φερής, περι-φερής].