ραψωδός
Greek Monolingual
ο / ῥαψῳδός ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. ῥαψαFυδός, Α
αυτός που απαγγέλλει επικά ποιήματα ενώπιον κοινού και, κυρίως, του Ομήρου ή του Ησιόδου (α. «ῥαψῳδοί
οἱ τὰ Ὁμήρου ἔπη ἐν τοῑς θεάτροις ἀπαγγέλλοντες...», Σχόλ. Πλάτ.
β. «οὐ γὰρ ἄν γένοιτο ποτε ῥαψῳδός, εἰ μὴ συνείη τὰ λεγόμενα ὐπὸ τοῡ ποιητοῡ», Πλάτ.)
νεοελλ.
μουσ. ο συνθέτης ραψωδιών
αρχ.
1. αυτός που συρράπτει, που συνθέτει σε σύνολο από το επικό υλικό και απαγγέλλει
2. αυτός που απαγγέλλει, τραγουδά ή ερμηνεύει λυρικά άσματα («ὡς δ' ἐπέβαλον oἱ ῥαψωδοὶ προφέρεσθαι τοῡ Διονυσίου τὰ ποιήματα», Διόδ. Σικ.)
3. φρ. «ῥαψῳδὸς κύων» — η Σφίγγα τών Θηβών που απήγγελλε τα αινίγματά της σε εξάμετρους στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. σχηματισμένη από τη φράση ῥάψαι ἀοιδήν (< ῥάπτω + ἀοιδή / ᾠδή), η οποία χρησιμοποιήθηκε για αυτούς που απλώς απήγγελλαν ή και συνέθεταν, συνέραπταν ποιήματα επικά, τα οποία παρουσίαζαν με ενιαία μορφή, δηλαδή χωρίς διαίρεση σε στροφές που ήταν χαρακτηριστικό της λυρικής ποίησης, πρβλ. και τις φράσεις: ῥάψαντες ἀοιδήν (για τον Όμ. και τον Ησίοδο) και Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί. Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι ο όρος ῥαψῳδός αναφέρεται στους μικρότερης αξίας ποιητές τών μεταγενέστερων χρόνων όταν πια είχε περάσει η εποχή της μεγάλης ακμής της επικής ποίησης].