ρετσινόλαδο

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek Monolingual

και ριτσινόλαδο, το, Ν
αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς της ρετσινολαδιάς και χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, καθώς και ως καθαρτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ριτσινόλαδο < ιταλ. ricino βλ. λ. ρίκινος) < λατ. ricinus «είδος φυτού» + λάδι, ενώ ο τ. ρετσινόλαδο < ριτσινόλαδο με ανομοιωτική τροπή του -ι- σε -ε-].