ριζαλγία
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
Greek Monolingual
και ριζιδαλγία, η, Ν
ιατρ. νευραλγία που προκαλείται από ερεθισμό της οπίσθιας ρίζας ενός ή περισσότερων νωτιαίων νεύρων, η οποία γίνεται αισθητή στα δερμοτόμια που αντιστοιχούν στις πάσχουσες ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. radiculalgie (< λατ. radicula, υποκορ. του radix, -icis «ρίζα» + -αλγία)].