ροδοφόρετος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
-η, -ο, Ν
ντυμένος με ρόδα («Απρίλη ροδοφόρετε, Μάη μου κανακάρη», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + φορώ (πρβλ. καλο -φόρετος)].