ρωμαλεότητα

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / ῥωμαλεότης, -ητος, ΝΜΑ ῥωμαλέος
η ιδιότητα του ρωμαλέου, η ύπαρξη σωματικής ρώμης, δύναμης και αντοχής, ευρωστία
νεοελλ.
μτφ. εξαιρετική δύναμη, εξαιρετική ικανότηταρωμαλεότητα του πνεύματος»).