ρωμαλεότητα
Greek Monolingual
η / ῥωμαλεότης, -ητος, ΝΜΑ ῥωμαλέος
η ιδιότητα του ρωμαλέου, η ύπαρξη σωματικής ρώμης, δύναμης και αντοχής, ευρωστία
νεοελλ.
μτφ. εξαιρετική δύναμη, εξαιρετική ικανότητα («ρωμαλεότητα του πνεύματος»).
η / ῥωμαλεότης, -ητος, ΝΜΑ ῥωμαλέος
η ιδιότητα του ρωμαλέου, η ύπαρξη σωματικής ρώμης, δύναμης και αντοχής, ευρωστία
νεοελλ.
μτφ. εξαιρετική δύναμη, εξαιρετική ικανότητα («ρωμαλεότητα του πνεύματος»).