σάκτωρ

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάκτωρ Medium diacritics: σάκτωρ Low diacritics: σάκτωρ Capitals: ΣΑΚΤΩΡ
Transliteration A: sáktōr Transliteration B: saktōr Transliteration C: saktor Beta Code: sa/ktwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A packer, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν who fills the nether world with Persians, of death, A.Pers.924 (unless Περσᾶν be taken with ἥβαν).

German (Pape)

[Seite 859] ορος, ὁ, der Vollstopfer, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν, der den Hades vollstopft, die Unterwelt mit Todten füllt, Aesch. Pers. 888.

Greek (Liddell-Scott)

σάκτωρ: -ορος, ὁ, (σάττω) ὁ φορτώνων, γεμίζων, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν, ὁ πληρῶν τὸν κάτω κόσμον μὲ Πέρσας, ἐπὶ τοῦ θανάτου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 924 (ἂν μὴ ἡ γεν. Περσᾶν συναφθῇ μετὰ τοῦ ἥβαν, οὐχὶ μετὰ τοῦ σάκτορι).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
celui qui remplit, qui entasse : σάκτωρ ᾍδου ESCHL pourvoyeur des Enfers.
Étymologie: σάττω.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που φορτώνει ή γεμίζει κάτι («Ἅιδου σάκτορι Περσᾱν» — αυτός που γεμίζει τον κάτω κόσμο με Πέρσες, δηλαδή ο θάνατος, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ, στοιβάζω» (για το θ. σακ- βλ. λ. σάττω) + επίθημα -τωρ (πρβλ. τινάκ-τωρ)].