ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
και σαραμούρα, η, Ν
1. νερό που περιέχει μεγάλη ποσότητα αλατιού και χρησιμεύει για την διατήρηση ψαριών, καρπών και άλλων εδωδίμων, άλμη
2. μτφ. πολύ αλμυρό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. salamora].