Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
-ή, -ό, Νσαρκώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + κατάλ. -ερός (πρβλ. βροχ-ερός, παγ-ερός)].