σαρκολαμπής

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek (Liddell-Scott)

σαρκολαμπής: -ές, ὁ τὴν σάρκα ποιῶν λάμπουσαν, λαμπράν, σαρκολαμπὴς μόρφωσις κυρίου Θ. Στουδ. 1777, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που προσδίδει λάμψη στην σάρκα («σαρκολαμπὴς μόρφωσις κυρίου», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι-λαμπής, φωτο-λαμπής].