Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
-ον, ΜΑ
ζωοτόκος, αυτός που γεννά ένσαρκο ον και όχι αβγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -τόκος (< τόκος < τίκτω «γεννώ»), πρβλ. παιδο-τόκος, τερατο-τόκος.