λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
το / σαρκόμφαλον, ΝΑόγκος που αναπτύσσεται στον ομφαλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ὀμφαλός (πρβλ. πωρ-όμφαλον)].