σιλούριος
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν Σίλουροι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό ή στη χώρα τών Σιλούρων, κατοίκων της Βρεττανίας που υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους
2. φρ. «σιλούρια περίοδος» ή, απλώς, «το σιλούριο»
γεωλ.
διάστημα του γεωλογικού χρόνου στη διάρκεια του οποίου σχηματίστηκαν τα πετρώματα του ομώνυμου συστήματος και το οποίο αντιπροσωπεύει την τρίτη από τις έντεκα περιόδους που αποτελούν τη γεωλογική ιστορία του πλανήτη μας, είναι τμήμα του παλαιοζωικού αιώνα, ακολουθεί το ορδοβίσιο, προηγείται του δεβονίου και η χρονική διάρκειά του ήταν 35 εκατομμύρια χρόνια, πριν από 430 ώς 395 εκατομμύρια έτη.