σιλουρισμός
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ὁ,
A eating of a σίλουρος, serving it up at table, Diph. 17.11.
German (Pape)
[Seite 881] ὁ, das Essen vom σίλουρος, das Bewirthen damit, Ath. IV, 132 e aus Diphil.
Greek (Liddell-Scott)
σιλουρισμός: ὁ, τὸ ἐσθίειν σίλουρον, τὸ παρουσιάζειν αὐτὸν ἐπὶ τῆς τραπέζης, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 11.
Greek Monolingual
ὁ, Α
το να παραθέτει κανείς σίλουρο στο δείπνο, να τραπεζώνει τους καλεσμένους του με σίλουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίλουρος «είδος ψαριού» + κατάλ. -ισμός].