σκεδαστός

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεδαστός Medium diacritics: σκεδαστός Low diacritics: σκεδαστός Capitals: ΣΚΕΔΑΣΤΟΣ
Transliteration A: skedastós Transliteration B: skedastos Transliteration C: skedastos Beta Code: skedasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that may be scattered, οὐσία σ. dissoluble substance, Pl.Ti.37a; τὸ τῆς ὕλης σ. Plu.2.430f.

German (Pape)

[Seite 891] zerstreu't, zu zerstreuen, zerstreubar; οὐσία, Plat. Tim. 37 a; Ggstz ἀμέριστος, Plut. def. orac. 37.

Greek (Liddell-Scott)

σκεδαστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν δύναταί τις νὰ διασκορπίσῃ οὐσία σκ., ὕλη εὐδιάλυτος, materia mutabilis Κικέρ., Πλάτ. Τίμ. 37Α, Πλούτ., κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκεδαστός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διασκορπίσει, να διαλύσει, ο επιδεκτικός σκέδασης («ὅταν οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ ὅταν ἀμέριστον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ- του αορ. -σκέδασ-α του σκεδάννυμι + κατάλ. -τός τών ρημ. επιθ. (πρβλ. θαυμασ-τός)].