σκήνωμα

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκήνωμα Medium diacritics: σκήνωμα Low diacritics: σκήνωμα Capitals: ΣΚΗΝΩΜΑ
Transliteration A: skḗnōma Transliteration B: skēnōma Transliteration C: skinoma Beta Code: skh/nwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = σκήνημα, mostly in pl., E.Hec.616, Ion 1133, Cyc.324, LXX 2 Ki.7.23, al., Agatharch.43, etc.; soldiers' quarters, X.An.7.4.16: sg., tent, LXX 1 Ki.4.10, al.    2 in sg. metaph.,= σκῆνος 11, 2 Ep.Pet.1.13; τὸ σ. τῆς ψυχῆς Sext.Sent. 320.    3 temple, LXX Ps.14(15).1, al.: name of a building at Sparta, Paus.3.17.6.    4 = papilio, Gloss. (perh. in both senses, pavilion and butterfly, cf. σκῆν).

German (Pape)

[Seite 896] τό, = σκῆνος, Zelt; Eur. Hec. 616 Cycl. 323 u. öfter; Xen. An. 2, 2, 17; auch Häuser, worin die Soldaten sich aufhielten, 7, 4, 16.

Greek (Liddell-Scott)

σκήνωμα: τό, = σκήνημα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 616, Ἴων 1133, Κύκλ. 323, Ξεν., κλπ.· τῶν στρατιωτῶν καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16. 2) ἐν τῷ ἑνικ. μεταφορ., τὸ σῶμα, = σκῆνος ΙΙ, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 13· ― νεκρός, πτῶμα, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
habitation, maison ; particul. campement de soldats.
Étymologie: σκηνόω.

English (Strong)

from σκηνόω; an encampment, i.e. (figuratively) the Temple (as God's residence), the body (as a tenement for the soul): tabernacle.

English (Thayer)

σκηνώματος, τό (σκηνόω), a tent, tabernacle: of the temple as God's habitation, Pausanias, 3,17, 6; of the tabernacle of the covenant, σκῆνος): ἐν τῷ σκηνώματι εἶναι, of life on earth, ἀπόθεσις (the author blending the conceptions of a tent and of a covering or garment, as Paul does in Euripides, Xenophon, Plutarch, others; the Sept. for אֹהֶל and מִשְׁכָן.)

Greek Monolingual

το, ΝΑ [σκηνῶ (III)]
σκηνή, αντίσκηνο
νεοελλ.-μσν.
(σχετικά με πρόσ. και ιδίως με αγίους) το σκήνος, η σορός («το σεπτό σκήνωμα του αγίου Διονυσίου»)
μσν.-αρχ.
το σώμα του ανθρώπου ως κατοικία της ψυχής
αρχ.1. στρατιωτικός καταυλισμός («εὐθὺς ἐκπηδῶσιν ἐσπασμένοι τὰ ξίφη καὶ οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων», Ξεν.)
2. ναός, ιερό
3. ονομασία κτηρίου στη Σπάρτη
4. φωλιά
5. πεταλούδα.