σκληρότητα

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source

Greek Monolingual

η / σκληρότης, -ητος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. στους Ερετριείς σκληρότηρ Α σκληρός
1. η ιδιότητα του σκληρού, συμπαγής σύσταση, ακαμψία, έλλειψη ελαστικότητας (α. «σκληρότητα του ξύλου» β. «σκληρότης τοῡ δέρματος», Αριστοτ.)
2. μτφ. (σχετικά με πρόσ.) εξαιρετική τραχύτητα, απονιά, αναλγησία («είχε πέσει εις χείρας νεαρών ληστών... οπού είχαν όλην την σκληρότητα της απειρίας», Παπαδ.)
νεοελλ.
1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυστηρότητα, σκληράδα («η σκληρότητα του νόμου»)
2. (τεχνολ.-φυσ.) η ιδιότητα τών στερεών σωμάτων που χαρακτηρίζει την αντοχή τους σε κρουστικές και πιεστικές καταπονήσεις («η σκληρότητα τών ορυκτών»)
3. φρ. «σκληρότητα νερού»
χημ. η περιεκτικότητα του νερού σε άλατα του ασβεστίου και του μαγνησίου (α. «παροδική σκληρότητα» — σκληρότητα του νερού που εξαλείφεται με τη μέθοδο του βρασμού
β. «μόνιμη σκληρότητα» — σκληρότητα του νερού που δεν εξαλείφεται με τη μέθοδο του βρασμού)
μσν.-αρχ.
αυστηρότητα («δι' εὐσεβοῡς σκληρότητος», Προκ. Γαζ.)
αρχ.
1. δυσκαμψία
2. (για γεύση) δριμύτητα
3. φρ. «σκληρότης τῆς κοιλίας»
ιατρ. δυσκοιλιότητα.