σκόρπαινα

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόρπαινα Medium diacritics: σκόρπαινα Low diacritics: σκόρπαινα Capitals: ΣΚΟΡΠΑΙΝΑ
Transliteration A: skórpaina Transliteration B: skorpaina Transliteration C: skorpaina Beta Code: sko/rpaina

English (LSJ)

ἡ, a kind of fish, Ath.7.320f; fem. of

   A σκορπίος 11, acc. to Eust.1129.24.

German (Pape)

[Seite 904] ἡ, ein Fisch, von σκορπιός unterschieden, Ath. VII, 320 e.

Greek (Liddell-Scott)

σκόρπαινα: ἡ, εἶδος ἰχθύος, «σκορπιδομάννα», Ἀθήν. 320F· θηλ. τοῦ σκορπίος, κατὰ τὸν Εὐστ. 1129. 24, ἴδε Λοβεκ. Παθ. 279.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
γένος τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας σκορπαινίδες της τάξης σκορπιονοειδείς, στο οποίο ανήκουν η σκορπίνα, ο σκορπιός κ.ά. ψάρια
αρχ.
είδος ψαριού της ίδιας οικογένειας, διαφορετικό όμως από τον σκορπιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπιός + επίθημα -αινα (πρβλ. σκί-αινα)].