σκιογράφος

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

German (Pape)

[Seite 899] davon σκιογραφέω u. σκιογραφία, ἡ, spätere und schlechtere Formen statt σκιαγράφος u. s. w., Lob. Phryn. p. 646.

Greek (Liddell-Scott)

σκιογράφος: κτλ., μεταγεν. τύποι ἀντὶ σκια-γράφος, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 646.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. σκιαγράφος.