σταδία
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ἡ λυχνία, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σταδία: ἡ, «ἡ λυχνία» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
1. (γεωδ.-τοπογρ.) κανόνας γνωστού μήκους ο οποίος, σε συνδυασμό με ένα σταδιόμετρο, χρησιμοποιείται για την έμμεση οπτική μέτρηση αποστάσεων κατά τις τοπογραφικές και γεωδαιτικές εργασίες
2. φρ. α) «οριζόντια σταδία» — οριζόντια σταδία με ή χωρίς υποδιαιρέσεις και με σημειωμένα τα άκρα της, τα οποία έχουν μεταξύ τους μια ακριβώς προσδιορισμένη απόσταση
β) «κατακόρυφη σταδία» — μεγάλη σταδία με υποδιαιρέσεις η οποία τοποθετείται κατακόρυφα και αποτελεί τον στόχο κατά τη σκόπευση με κατάλληλο όργανο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ λυχνία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιος «αλύγιστος, ορθωμένος». Το αρχ. ερμήνευμα της λ. οφείλεται πιθ. στην ορθή θέση της λυχνίας].