στρατώνας

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

ο, και ως θηλ. στρατώνα, η, Ν
στρ. κτήριο ή και συγκρότημα κτηρίων που χρησιμοποιείται για τη στέγαση στρατιωτικών μονάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + επίθημα -ών(ας) (πρβλ. κρυψ-ώνας). Η λ., στον λόγιο τ. στρατών (), μαρτυρείται από το 1833 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως].