συκομάμμας

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκομάμμας Medium diacritics: συκομάμμας Low diacritics: συκομάμμας Capitals: ΣΥΚΟΜΑΜΜΑΣ
Transliteration A: sykomámmas Transliteration B: sykomammas Transliteration C: sykomammas Beta Code: sukoma/mmas

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A poltroon, Sch.Pl.Alc.1.118e; cf. βλιτομάμμας.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκομάμμας: ὁ, ὁ ἐσθίων εὐήθως σῦκα, εὐήθης, μαμμάκυθος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. σ. 73 (387)· πρβλ. βλιτομάμμας.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ευήθης, χαζός ή μαμμόθρεφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + μάμμη (πρβλ. βλιτο-μάμμας)].