νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
το, Ν
1. σούρουπο
2. (στον πληθ. ως επίρρ.) σύθαμπα
κατά το σούρουπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θαμπός].