συνάρμοση
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Greek Monolingual
η / συνάρμοσις, -όσεως, ΝΜΑ συναρμόζω
η ενέργεια του συναρμόζω, επακριβής και αρμονική σύνδεση επιμέρους τμημάτων σε ένα ενιαίο σύνολο, συναρμολόγηση
νεοελλ.
τεχνολ. η συναρμογή
αρχ.
μτφ. μουσ. εναρμόνιση.