συνεκδρομικῶς

Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

Adv.

   A approximately, λέγειν Sch.Iamb. in Nic.p.131 P., Sch. Th. 1.10.

German (Pape)

[Seite 1012] εἰπεῖν, im Allgemeinen sprechen, Schol. Thuc.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. κατ' αναλογία
2. κατά προσέγγιση
3. συνεκδοχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκδρομή «αναλογία» + επιρρμ. κατάλ. -ικῶς μέσω ενός αμάρτυρου επίθ. συνεκδρομικός].