συνεκλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκλαμβάνω Medium diacritics: συνεκλαμβάνω Low diacritics: συνεκλαμβάνω Capitals: ΣΥΝΕΚΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: syneklambánō Transliteration B: syneklambanō Transliteration C: syneklamvano Beta Code: suneklamba/nw

English (LSJ)

   A take out together with, τινί τι Ptol.Harm.2.3 (Pass.).    II farm taxes with, σ. ἄλλοις τὴν αὐτὴν ἔγληψιν εἰς τὸ αὐτὸ ἔτος UPZ114.16 (ii B.C., συνεγ-).

Greek (Liddell-Scott)

συνεκλαμβάνω: λαμβάνω ἔξω ὁμοῦ μετά τινος, τινί τι Πτολεμ. Ἁρμον. 2. 3. ΙΙ. ἐκκλαμβάνω, ἐννοῶ ὁμοῦ, Βυζ.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
εννοώ συγχρόνως
αρχ.
1. εκλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)
2. μισθώνω φόρους μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαμβάνω «αντιλαμβάνομαι, παίρνω, αρπάζω»].

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
εννοώ συγχρόνως
αρχ.
1. εκλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)
2. μισθώνω φόρους μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαμβάνω «αντιλαμβάνομαι, παίρνω, αρπάζω»].