φώκια

From LSJ
Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

η, Ν
φώκη
1. ζωολ. γενική κοινή ονομασία υδρόβιων σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας φωκίδες, της τάξης πτερυγιόποδα, με παγκόσμια εξάπλωση (α. «κοινή φώκια» β. «γροιλανδική φώκια» γ. «δικτυωτή φώκια» δ. «μεσογειακή φώκια» ή «φώκια μοναχός»)
2. μτφ. (σκωπτικά) γυναίκα χοντρή, δυσκίνητη και άσχημη.