υαλουργείο
Greek Monolingual
το / ὑαλουργεῑον, ΝΜΑ, και ὑελουργεῑον και ὑαλούργιον Α υαλουργός
εργαστήριο ή εργοστάσιο υαλουργού, υαλοποιείο.
το / ὑαλουργεῑον, ΝΜΑ, και ὑελουργεῑον και ὑαλούργιον Α υαλουργός
εργαστήριο ή εργοστάσιο υαλουργού, υαλοποιείο.