χολόλιθος

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ιατρ. ομοιογενές ή, συχνότερα, ετερογενές σύγκριμμα από συστατικά της χολής, με μορφή λίθου και με ποικιλία σχημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholelith < χολή/χόλος + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Γ. Ν. Πιλάβιο].