τσουκαλάς
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
Greek Monolingual
ο, Ν
1. κατασκευαστής τσουκαλιών, αγγειοπλάστης
2. πωλητής πήλινων σκευών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουκάλι + κατάλ. -άς (πρβλ. σαμαρ-άς)].