τηκτός

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηκτός Medium diacritics: τηκτός Low diacritics: τηκτός Capitals: ΤΗΚΤΟΣ
Transliteration A: tēktós Transliteration B: tēktos Transliteration C: tiktos Beta Code: thkto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A melted, molten, μόλυβδος E.Andr.267.    II capable of being dissolved, soluble, σώματα τ. καὶ ἄτηκτα Pl.Sph.265c, cf. Arist.Metaph.1015a10, Thphr. Lap.4; opp. στερεός, Pl.Criti.114e; opp. τεγκτός (q.v.), Arist.Mete. 385b12; τηκτόν, = φάρμακον τηκόμενον, Hp.VC14.

German (Pape)

[Seite 1105] adj. verb. von τήκω, geschmolzen, schmelzbar, σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα Plat. Soph. 265 c.

Greek (Liddell-Scott)

τηκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τήκω, τετηκώς, «λυωμένος», μόλυβδος Εὐρ. Ἀνδρ. 267. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ διαλυθῇ, εὐδιάλυτος, σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα Πλάτ. Σοφιστ. 265C, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 6, 15· ἀντίθετον τῷ στερεός, Πλάτ. Κριτί. 114Ε· τῷ τεγκτὸς (ὃ ἴδε), Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 2 κἑξ.· περὶ τοῦ τηκτοῦ, ἢ φαρμάκου τηκομένου, ἐν Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 908, ἴδε Littré.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 fondu;
2 fusible, soluble.
Étymologie: τήκω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τηκτός, -ή, -όν, ΝΜΑ τήκω
αυτός που μπορεί να τηχθεί, να λειώσει, εύτηκτος, ευδιάλυτος (α. «τηκτά μέταλλα» β. «οὐδὲ τηκτὸν εὔτηκτον κρυσταλλοειδὲς γένος τροφῆς», ΠΔ
γ. «σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα», Πλατ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει τηχθεί, τηγμένος, λειωμένος («τηκτὸς μόλυβδος», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τηκτόν
φάρμακο ευδιάλυτο, που πίνεται διαλυμένο.