ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
η / φρούρησις, -ήσεως, ΝΜΑ φρουρῶη ενέργεια του φρουρώ, φύλαξη (α. «κρίθηκε απαραίτητη η φρούρηση του κτηρίου» β. «ὑπὲρ τῆς γεγονυίας ἐπὶ τῆς Ῥωμαίων στρατείας φρουρήσεως», επιγρ.).