πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman
συσπειρῶ, -όω, ΝΑ1. συστρέφω κάτι σπειροειδώς, κουλουριάζω, κουβαριάζω2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σπειροῦμαι (< σπεῖρα)].