φλέβα
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
Greek (Liddell-Scott)
φλέβα: ἡ, μεταγεν. τύπος τοῦ φλέψ, ὡς καὶ νῦν, «διακοπτομένης τῆς φλέβης» Ἱππίατρ. 159, 24, κλπ.
Greek Monolingual
η / φλέψ, -εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν
1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη του σώματος στον δεξιό κόλπο της καρδιάς
2. κοίτασμα ορυκτού
3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ φλέβες τῆς πηγῆς», Πολ.)
νεοελλ.
1. έγχρωμη ακανόνιστη γραμμή σε μάζα ορυκτού
2. (πετρογρ.) πλακώδες ή στρωματοειδές εκρηξιγενές σώμα που συχνά είναι προσανατολισμένο κάθετα ή με μεγάλη κλίση προς την στρώση τών προϋπαρχόντων πλουτώνιων πετρωμάτων
3. μτφ. α) καταγωγή, προέλευση
β) ικανότητα, κλίση, ταλέντο («έχει καλλιτεχνική φλέβα»)
4. φρ. α) «αρτηριώδης φλέβα»
ανατ. η πνευμονική αρτηρία
β) «κοίλες φλέβες»
ανατ. βλ. κοίλος
γ) «φλέβα μεταλλεύματος»
γεωλ. μεταλλοφόρο σώμα που έχει καθορισμένα όρια και εκτείνεται μέσα σε ένα μη εκμεταλλεύσιμο πέτρωμα, αλλ. σύνθετη φλέβα
δ) «πλέγμα φλεβών»
γεωλ. μορφή μεταλλεύματος που αποτελείται από πάμπολλα, πυκνώς διατεταγμένα, λεπτά φλεβίδια τα οποία τέμνονται μεταξύ τους
ε) «κρατάει φλέβα από τζάκι»
μτφ. κατάγεται από αριστοκρατική γενιά
στ) «του βρήκα τη φλέβα»
μτφ. πέτυχα το ευαίσθητο σημείο του, βρήκα την ευαίσθητη χορδή του
μσν.-αρχ.
σπήλαιο του κάτω κόσμου («βυθίων φλέβα πῦσαν ἐναύλων», Νόνν.)
αρχ.
1. (γενικά) αιμοφόρο αγγείο
2. ονομασία διάφορων αγωγών και σωλήνων του σώματος («φλὲψ ἡπατῖτις, φλὲψ σπληνῖτις», Αριστοτ.)
3. ονομασία τών αγγείων τών φυτών, στα οποία κυκλοφορεί ο χυμός
4. φρ. α) «φλὲψ κοίλη [ή μεγάλη ή μέγιστη]» — η φλέβα, σε αντιδιαστολή προς την αρτηρία
β) «φλέβα σχάζω [ή λύω]» — φλεβοτομώ
γ) «φλὲψ γόνιμη» ή, απλώς, «φλέψ» — το πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. ριζικό όν. το οποίο ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhl-egw- «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. bolca, bulchunna «κύστη, φουσκάλα» < bhlgw-), η οποία αποτελεί δυσερμήνευτη παρεκτεταμένη, με λαρυγγικό -gw-, μορφή της ρίζας bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ. φαλλός, φάλλαινα, καθώς και τα ρ. φλέω, φλύω με διαφορετικές παρεκτάσεις της ρίζας). Αξιοσημείωτη είναι η ιδιαίτερη σημασιολογική εξέλιξη της λ. στην Ελληνική σε σχέση με τη σημ. «φουσκώνω» της ρίζας. Τη λ. δανείστηκαν και οι νεώτερες γλώσσες για τον σχηματισμό επιστημονικών όρων, πολλοί από τους οποίους εισήχθησαν στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. φλεβίτιδα: γαλλ. phlebite, φλεβοσκλήρωση: αγγλ. phlebosclerosis). Τέλος, στη Νέα Ελληνική απαντά και ο διαλ. τ. φλέγα ο οποίος είναι προϊόν ανομοίωσης (πρβλ. βλέπω > γλέπω, σουβλί > σουγλί). Η λ. απαντά ως β' συνθετικό λ. με τις μορφές: -φλεψ, -φλεβος και -φλεβής.
ΠΑΡ. φλεβί(ον), φλεβικός, φλεβώδης
αρχ.
φλεβάζω
νεοελλ.
φλεβήσιος, φλεβίδιο, φλεβίτιδα, φλεβίτσα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φλεβορραγία, φλεβοτόμος
αρχ.
φλεβονευρώδης, φλεβοπαλία, φλεβοσυλία, φλεβοτμής, φλεβοτονούμαι
αρχ.-μσν.
φλεβόσφυγμος
νεοελλ.
φλεβαναισθησία, φλεβεκτασία, φλεβεκτομή, φλεβογενής, φλεβογράφος, φλεβοειδής, φλεβοθρόμβωση, φλεβόκλυση, φλεβόκομβος, φλεβόλιθος, φλεβολογία, φλεβομαλακία, φλεβομανόμετρο, φλεβονάρκωση, φλεβοπηξία, φλεβοσκλήρυνση, φλεβοσκλήρωση, φλεβοσφυξία. (Β' συνθετικό) α) σε -φλεψ: αρχ. αργυρόφλεψ, αυτόφλεψ, μελανόφλεψ
β) σε -φλεβός: άφλεβος
αρχ.
αδηλόφλεβος, επίφλεβος, ευρύφλεβος, κατάφλεβος, μεγαλόφλεβος, στενόφλεβος
γ) σε -φλεβής: αρχ. αφλεβής, ευφλεβής, λυσιφλεβής.