ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
η, Ν
1. το να χαλά, να καταστρέφεται κάτι, χαλασμός
2. το χάλασμα, κατεστραμμένο, ερειπωμένο ή ετοιμόρροπο τμήμα οικοδομής ή κτίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλασ-α, αόρ. του χαλώ + κατάλ. -ιά (πρβλ. περπατησ-ιά)].