υποδιαίρεση

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source

Greek Monolingual

η / ὑποδιαίρεσις, -έσεως, ΝΜΑ ὑποδιαιρῶ
η διαίρεση τμήματος ή τμημάτων σε μικρότερα μέρη
νεοελλ.
1. η παραπέρα διαίρεση ενός μέλους μιας πρώτης διαίρεσης στα είδη του («τα θηλαστικά αποτελούν υποδιαίρεση της ευρύτερης κατηγορίας τών σπονδυλοζώων»)
2. αυτό που προκύπτει από την παραπάνω διαδικασία («η επαρχία είναι υποδιαίρεση του νομού»)
3. (ειδικά) βιολ. ταξινομική ομάδα
4. (κατ' επέκτ.) οποιαδήποτε διαίρεση
αρχ.
σχισματική ομάδα.