υποβολείο

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

το, Ν
κρύπτη στο προσκήνιο θεάτρου, από όπου ο υποβολέας βοηθάει τους ηθοποιούς κατά την παράσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποβολέας + επίθημα -είο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποβολεῖον, μαρτυρείται από το 1899 στην εφημερίδα Ακρόπολις].