ταυρόκολλον
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
τό, = foreg., Gloss.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
ταυρόκολλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυρόκολλα, με αλλαγή γένους].