τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
σφίδη: ἡ, = χορδή, (πρβλ. Λατιν. fides), Ἡσύχ.· πληθ. σφίδες, «χορδαὶ μαγειρικαὶ» ὁ αὐτ.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χορδή».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σφίδες].