ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
-έω, Αερίζω, φιλονικώ για λέξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -μαχῶ (< -μαχος < μάχομαι), πρβλ. λογο-μαχῶ].