φακῆ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
ῆς, ἡ, contr. for φακέα, a form found in Epich.33, ridiculed by Euphro 3:—
A dish of lentils (φακοί), lentil-soup, Ar.Eq.1007, V.811, al., Diocl.Fr.141, PHib.1.112.77 (iii B. C.), etc.; in parodies of Trag.Adesp.89,92 ap.Ath.4.156f: prov. τοὐπὶ τῇ φ. μύρον 'pearls before swine', Sopat.14, Clearch.53, Cic.Att.1.19.2; title of Menippean satire by Varro; ὅταν φακῆν ἕψητε μὴ 'πιχεῖν μύρον Stratt.45.
German (Pape)
[Seite 1252] ἡ, 1) die Hülsenfrucht der Linse. – 2) bes. die daraus bereitete Speise, das Linsengericht; Ar. Equ. 1002 Vesp. 811 Plut. 192 u. öfter; Ath. IV, 158; Phanias bei Ath. IX, 406 allgemein von Hülsenfrüchten.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰκῆ: ῆς, ἡ, συνῃρ. ἐκ τοῦ φακέα, τὸν τὺπον δὲ τοῦτον καταγελᾷ ὁ Εὔφρων, ἐπὰν δὲ καλέσῃ… φακέαν τὴν φακῆν, τί δεῖ ποιεῖν; ὁ αὐτ. ἐν «Ἀποδιδούσῃ» 1 (ἴδε Meineke). ― ὡς καὶ νῦν, ἔδεσμα ἐκ φακῶν (φακοί), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1007, Σφ. 811, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀθήν. 156-8, καὶ ἴδε φακός. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 312.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
p. contr. p. φακέα;
plat ou purée de lentilles.
Étymologie: fém. de *φακέος, dér. de φακός.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φακέα Α
βοτ. κοινή, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λενς, που ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή ή φαβίδες
β) κοινή, σήμερα, ονομασία του είδους φυτών Lens esculenta ή Lens culinaris και του εδώδιμου σπέρματός του, που αποτελεί μια από τις αρχαιότερες καλλιεργούμενες τροφές του ανθρώπου και πολυτιμότατο όσπριο
νεοελλ.
φρ. α) «αντί πινακίου φακής» — αντί μηδαμινής αμοιβής, με ευτελές αντάλλαγμα
β) «παλληκάρι της φακής»
ειρων. θρασύδειλος
γ) «φακή τών νερών»
βοτ. κοινή ονομασία τριών ειδών του γένους φυτών λέμνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. -ῆ / -έα (πρβλ. συκ-ῆ / -έα)].